- πνίξιμο
- τό1) удушение, задушение; 2) потопление; 3) перен. подавление, удушение;
τό πνίξιμο της κριτικής — зажим критики
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό πνίξιμο της κριτικής — зажим критики
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνίξιμο — το, Ν 1. πνιγμός 2. φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο» μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αόρ. έ πνιξ α τού πνίγω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] … Dictionary of Greek
πνίξιμο — το βλ. πνιγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
θαλασσοπνιγία — θαλασσοπνιγία, ή (Μ) [θαλασσοπνίνομαί] πνίξιμο στη θάλασσα … Dictionary of Greek
κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») … Dictionary of Greek
καταποντισμός — ο (Α καταποντισμός) [καταποντίζω] 1. καταπόντιση*, καταβύθιση, πνίξιμο 2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός τού κόμματος στις εκλογές) … Dictionary of Greek
καταπόντιση — η (Μ καταπόντισις) [καταποντίζω] καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο νεοελλ. ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση τού κεφαλιού μέσα στο νερό μσν. είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα… … Dictionary of Greek
κρημνοπνιγμός — κρημνοπνιγμός, ὁ (Μ) γκρέμισμα και πνίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + πνιγμός] … Dictionary of Greek
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek